οὔλης

οὔλης
οὔ̱λης , ὅλοξ
fem gen sg (attic epic ionic)
οὔ̱λης , οὖλος 1
whole
fem gen sg (attic epic ionic)
οὔ̱λης , οὖλος 2
woolly
fem gen sg (attic epic ionic)
οὔ̱λης , οὖλος 3
destructive
fem gen sg (attic epic ionic)
οὐλέω
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
οὐλέω
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οὐλῆς — οὐλέω pres ind act 2nd sg (doric) οὐλή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατούλης — ο έκφραση με σκωπτικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερατάς + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. αδερφ ούλης, κοντ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • τοσοδούλης — α, ικο, Ν τόσο μικρός, πάρα πολύ μικρός, τόσος δα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος, η, ο δα + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • τοσούλης — α, ικο, Ν (δεικτ. αντ.) 1. τόσο μικρός 2. τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • φτωχούλης — α, ικο, Ν (θωπευτ.) φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • χαϊδούλης — ο, Ν παραχαϊδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. φτωχ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”